- ἐννοιάδες
- ἐννοιάδες αἶγες, αἳ μὴ κορύπτουσιν, Hsch. (post ἑνοῖ).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εννοιάδες — ἐννοιάδες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐννοιάδες αἶγες, αἵ μὴ κορύπτουσιν» αίγες που δεν χτυπούν με το κεφάλι, δεν εμβολίζουν … Dictionary of Greek